- άμυδις
- ἄμυδις επίρρ. (αιολικός τύπος του ἅμα) (Α)1. (για χρόνο) κατά τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί2. (για τόπο) στον ίδιο τόπο, μαζί.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναλογικά πιθ. προς τον τ. ἄλλυδις < ἄλλος, που παράγεται με κώφωση του -ο σε -υ και ψίλωση. Σχετικά με το επίθημα -δις είναι κυρίως αιολικό και παρουσιάζεται με τοπική έννοια στην ομηρική γλώσσα, στο τέλος συνήθως τού στίχου (πρβλ. οἴκαδις, χαμάδις)].
Dictionary of Greek. 2013.